- όστρυς
- ὄστρυς, -υος, ἡ (Α)βλ. οστρύα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… … Dictionary of Greek
τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ … Dictionary of Greek
ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- — ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n English meaning: bone Deutsche Übersetzung: “Knochen” Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… … Proto-Indo-European etymological dictionary